ἠθοποιητικῶς

ἠθοποιητικῶς
ἠθοποιητικός
expressive of character.
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηθοποιητικός — ἠθοποιητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθοποιία, που είναι ικανός να εκφράζει το ήθος, τον χαρακτήρα, την έκφραση προσώπων, μιμητικός. επίρρ... ἠθοποιητικῶς (Μ) με τρόπο ηθοποιητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + ποιητικός (<… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԱՌՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 441 Chronological Sequence: 12c մ. ἡθοποιητικῶς morum effectione Առնելով այսինքն ձեւացուցանելով զբարս. խօսելով առ անկենդանս կամ ʼի դիմաց անխօսից. *Միքիաս իբրեւ ընդ կենդանւոյ իմն խօսի (ընդ Բեթղեհէմ քաղաքի) բարառնաբար. Շ. մտթ.: *Բանիւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”